περίσσεια
Смотреть что такое "περίσσεια" в других словарях:
περισσεία — περισσείᾱ , περισσεία surplus fem nom/voc/acc dual περισσείᾱ , περισσεία surplus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσείᾳ — περισσείᾱͅ , περισσεία surplus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσσεια — η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ [περισσεύω] περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ασθένεια περίσσειας» (φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη … Dictionary of Greek
περίσσεια — η περίσσεμα, πλήθος, αφθονία, πλεόνασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίσσεια — περισείομαι to be shaken all round aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσείας — περισσείᾱς , περισείομαι to be shaken all round aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) περισσείᾱς , περισσεία surplus fem acc pl περισσείᾱς , περισσεία surplus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττείας — περισσείᾱς , περισείομαι to be shaken all round aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) περισσείᾱς , περισσεία surplus fem acc pl περισσείᾱς , περισσεία surplus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσείαν — περισσείᾱν , περισσεία surplus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττείαν — περισσείᾱν , περισσεία surplus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek